- αφοπλιστικός
- η , ό[ν] разоружающий;обезоруживающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφοπλιστικός — ή, ό 1. ο ικανός να αφοπλίζει 2. φρ. «αφοπλιστικά επιχειρήματα» επιχειρήματα που κατανικούν κάθε αντίρρηση του άλλου … Dictionary of Greek